bívio - ορισμός. Τι είναι το bívio
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι bívio - ορισμός

Bivio (Suíça)

Bivio         
Bivio foi uma comuna da Suíça, no Cantão Grisões, com cerca de 227 habitantes. Estendia-se por uma área de 76,70 km², de densidade populacional de 3 hab/km².
bívio      
s.m. (-1836 cf. SC)
1 lugar em que há duas vias, ou do qual partem ou ao qual chegam dois caminhos
2 -anat.zoo porção dupla posterior ou dorsal da região ambulacrária de certos equinodermos
-etim lat. bivìum,ìi 'lugar em que se encontram dois caminhos' substv. de bivìus,a,um (lat. bis + via ) 'que tem dois caminhos'; ver vi(a)- -sin/var ver sinonímia de bifurcação
Bívio      
m.
Lugar, onde se ajuntam dois caminhos.
Caminho que, dividindo-se, vai dar a pontos differentes.
(Lat. bivium)

Βικιπαίδεια

Bivio

Bivio foi uma comuna da Suíça, no Cantão Grisões, com cerca de 227 habitantes. Estendia-se por uma área de 76,70 km², de densidade populacional de 3 hab/km². Confinava com as seguintes comunas: Avers, Bever, Marmorera, Mulegns, Sils im Engadin/Segl, Silvaplana, Soglio, Stampa, Sur.

As línguas oficiais nesta comuna eram o alemão, o italiano e o romanche.